αποπληρώνω

αποπληρώνω
-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, ξεπληρώνω, εξοφλώ: Δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει τα χρέη του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποπληρώνω — κ. πλερώνω (AM ἀποπληρώ, όω) μσν. νεοελλ. εξοφλώ οφειλή, ξεπληρώνω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς 2. ικανοποιώ, εκτελώ 3. προσφέρω ικανοποίηση, ευχαριστώ κάποιον 4. ολοκληρώνω κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”